- φυξίμηλος
- -ον, Α(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φυξίμηλα(ενν. δένδρα) δένδρα αρκετά ανεπτυγμένα ώστε να μην μπορούν τα πρόβατα να τά βλάψουν.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυξι- (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» (πρβλ. δεξί-μηλος, φερέ-μηλος)].
Dictionary of Greek. 2013.